- λιπαρόζωνος
- λιπαρόζωνος, -ον (Α)αυτός που φορά λαμπρή, ωραία ζώνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + ζώνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπαροζώνοις — λιπαρόζωνος bright girdled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαροζώνου — λιπαρόζωνος bright girdled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαροζώνων — λιπαρόζωνος bright girdled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek